- στατῷ
- στατόςplacedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευστατώ — εὐστατῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στατώ (< στάτης < ίστημι), πρβλ. ζυγο στατώ, χορο στατώ] … Dictionary of Greek
ισοστατώ — ἰσοστατῶ, έω (Α) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στατῶ (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. επανα στατώ χορο στατώ] … Dictionary of Greek
λινοστατώ — λινοστατῶ, έω (Α) 1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια 2. παθ. λινοστατοῡμαι, έομαι περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (<… … Dictionary of Greek
παλινστατώ — παλινστατῶ, έω (Α) (για τους Ρωμαίους πληβείους) επανέρχομαι, επιστρέφω από στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στατῶ (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. πρωτο στατώ] … Dictionary of Greek
υπερστατώ — έω, Α στέκομαι από πάνω και προστατεύω κάποιον («ἡ δίκη γε συμμάχων ὑπερστατεῑ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + στατῶ (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. ἀπο στατῶ] … Dictionary of Greek
συναρχοστατούμαι — έομαι, Α μετέχω σε εκλογές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρχή «εξουσία» + στατῶ (< στάτης < ἵστημι, πρβλ. πρωτοστατῶ), πρβλ. και ἀρχοστάσια «εκλογές»] … Dictionary of Greek